- αποξηραντικός
- η , ό[ν] высушивающий; осушающий; осушительный;
αποξηραντικά έργα — осушительные, дренажные работы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποξηραντικά έργα — осушительные, дренажные работы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποξηραντικός — ή, ό σχετικός με την αποξήρανση … Dictionary of Greek
αποξηραντικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αποξήρανση: Θα γίνουν και νέα αποξηραντικά έργα στη Μακεδονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναξηραντικός — ή, ό (Α ἀναξηραντικός, ή, όν) [ἀναξηραίνω] αυτός που αποξηραίνει, που στεγνώνει, ο κατάλληλος για αποξήρανση, αποξηραντικός … Dictionary of Greek
εξικμαστικός — ἐξικμαστικός, ή, όν (Α) [εξίκμαση] αυτός που έχει την ιδιότητα να απορροφά την υγρασία από ένα σώμα, αποξηραντικός … Dictionary of Greek
ξηραντικός — ή, ό (ΑΜ ξηραντικός, ή, όν) [ξηραίνω] αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά (ενν.… … Dictionary of Greek